βρίσιμο

βρίσιμο
το
βρισιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βρίσιμο — το η βρισιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… …   Dictionary of Greek

  • βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • σιχτίρισμα — το, Ν [σιχτιρίζω] το αποτέλεσμα τού σιχτιρίζω, χυδαίο βρίσιμο …   Dictionary of Greek

  • σκυλόβρισμα — το, Ν [σκυλοβρίζω] χυδαίο και εξευτελιστικό βρίσιμο …   Dictionary of Greek

  • χέσιμο — το, Ν 1. κένωση τών εντέρων, αποπάτηση 2. μτφ. χυδαίο βρίσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ τού αορ. έ χεσ α τού ρ. χέζω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • ύβρισμα — το / ὕβρισμα, ΝΑ [ὑβρίζω] νεοελλ. εξύβριση, βρίσιμο αρχ. 1. προσβλητική ενέργεια που πηγάζει από αλαζονεία και αυθάδεια («τὰ τούτων ὑβρίσματα εἰς ἐμέ», Δημοσθ.) 2. το αντικείμενο τής προσβολής, τής ύβρεως 3. υβριστής («τετρασκελὲς ὕβρισμα» ο… …   Dictionary of Greek

  • προπηλακισμός — προπηλακισμός, ο και προπηλάκιση, η η πράξη και το αποτέλεσμα του προπηλακίζω, βρίσιμο, εξευτελισμός, προσβολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”